-
1 рассеянный
επ. από μτχ.1. σκόρπιος, διασκορπισμένος• διασπαρμένος.2. διάχυτος.3. απρόσεχτος• αφηρεμένος• ξεχασμένος.4. αμέριμνος• ξέγνοιαστος• τεμπέλικος• πλήρης διασκεδάσεων. -
2 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук